- ἀκολασταίνειν
- ἀκολασταίνωto be licentiouspres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέγος — λέγος, η, ον (Α) αισχρός, ασελγής, λάγνος («λέγαι γυναίκες», Αρχίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. ἐλεγαίνειν (= παραφρονεῖν, ἀσελγαίνειν, ἀκολασταίνειν, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)] … Dictionary of Greek